- ταραχή
- η, ΝΜΑ[ταράσσω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρηςβ. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.)3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.) διατάραξη τής έννομης τάξης και ομαλότητας (α. «μετά από την ψήφιση τού νομοσχεδίου ξέσπασαν ταραχές στην πρωτεύουσα» β. «ταραχής τε και ἀνομίας μεστήν εἶναι τὴν τοιαύτην πολιτείαν», Πλάτ.γ. «κατεστάλησαν αἱ ταραχαί», Αισχίν.)4. θόρυβος, κρότος (α. «που νικάει την ταραχή τών βροντόκραυγων αρμάτων», Σολωμ.β. «εἴξας καὶ συνεκκρουσθεὶς τῇ πάντων φορᾷ ψηφίζεται ταραχὴν ὁρᾱν», Πλούτ.)νεοελλ.1. βίαιη ανακίνηση («ταραχή τής θάλασσας»)2. μτφ. (για κατάσταση) ανακατωσούρα, αναστάτωση που ενδεχομένως συνοδεύεται από ακαταστασία ή θόρυβο («το σπίτι βρίσκεται σε μεγάλη ταραχή εξαιτίας τών επισκευών που κάνω»)3. (ψυχολ.) δραστηριότητα που παρουσιάζεται συγκεχυμένη και αποδιοργανωμένη, με κύριο χαρακτηριστικό της την έλλειψη συγκεκριμένου σκοπού και τις νευρικές κινήσεις, που αποτελούν συνήθως εκδήλωση τής αγωνίας ατόμου υποκείμενου σε εντάσεις τις οποίες αυτό είναι ανίκανο να εξαλείψειαρχ.διάρροια.
Dictionary of Greek. 2013.